γαβάνα

γαβάνα
η και γαθάνι, το
βλ. γάβανο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γάβανο — το και γαβάνα, η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το) 1. πιάτο 2. πήλινο ποτήρι 3. ξύλινο στρογγυλό δοχείο με σκέπασμα για τη μεταφορά φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. του γάβαθον. Η μετακίνηση του τόνου στο θηλ. γαβάνα αναλογικά προς το συνώνυμο γαβάθα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”